- μεσοτοιχία
- η общая стена (между двумя зданиями, участками);
τό δικαίωμα της μεσοτοιχίας юр. — право воздвигать общую стену
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό δικαίωμα της μεσοτοιχίας юр. — право воздвигать общую стену
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσοτοιχία — η [μεσότοιχος] 1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα 2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη 3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
μεσοτοιχία — η ο κοινός τοίχος που χωρίζει δύο κτίσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσότοιχος — ο, και μεσότοιχο, το (ΑM μεσότοιχος και μεσότοιχον) 1. τοίχος που βρίσκεται μεταξύ δύο οικοδομημάτων, οικοπέδων ή περιβόλων, μεσοτοιχία 2. μτφ. φραγμός, εμπόδιο, φράγμα νεοελλ. εσωτερικός τοίχος ο οποίος χωρίζει δύο διαμερίσματα ή δύο δωμάτια αρχ … Dictionary of Greek
ομότοιχος — η, ο (Α ὁμότοιχος, ον) 1. αυτός που χωρίζεται από άλλον με μεσοτοιχία, με κοινό τοίχο, γειτονικός 2. (για κτήρια) αυτός που βρίσκεται παραπλεύρως, ο συνεχόμενος νεοελλ. φρ. «ομότοιχος ναύτης» ναύτης που ανήκει στην ίδια τοιχαρχία με άλλον ναύτη… … Dictionary of Greek